ἐξαπώλεσας

ἐξαπώλεσας
ἐξαπόλλυμι
destroy utterly
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαπόλλυμι — ἐξαπόλλυμι (Α) 1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω («πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.) 2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”